διαρτύω

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A dress, prepare: metaph., πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.p.248D.

Greek (Liddell-Scott)

διαρτύω: κοσμῶ, καταρτίζω, Βυζ.

Spanish (DGE)

diseñar, preparar πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.48.2
preparar, aderezar μυρεψικὸν δὲ οἶνον καλεῖ τὴν τῇ θείᾳ χάριτι διηρτυμένην διδασκαλίαν Thdt.M.81.201B, cf. 41A.