ἀποστενοχωρέω

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

   A straiten, cramp, Ath.Mech.40.1, Gal.19.408.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστενοχωρέω: καταστενοχωρῶ, περιορίζω, Ἀθήν. Μηχαν. σ. 11.

Spanish (DGE)

estrechar, apretar ὥσπερ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἀποστενοχωρούντων τὴν προθυμίαν τῶν μαθημάτων Ath.Mech.40.1
ἀρτηρίας ... ὥσπερ ἀποστενοχωρουμένης Gal.19.408
en v. pas. verse constreñido, acorralado Μωσέα ἀποστενοχωρηθέντα παρὰ τὸ χεῖλος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης Nil.M.79.441B.