ἀκρότητος

Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

ον,

   A not beaten down, Hld.9.8.    II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.