διακτάομαι
Spanish (DGE)
poseer sólo en v. pas. pertenecer ταυτὶ πρέποι ἂν τῇ θείᾳ τε καὶ ἀκηράτῳ διακεκτῆσθαι φύσει Cyr.Al.Nest.3.2 (p.60.10).
poseer sólo en v. pas. pertenecer ταυτὶ πρέποι ἂν τῇ θείᾳ τε καὶ ἀκηράτῳ διακεκτῆσθαι φύσει Cyr.Al.Nest.3.2 (p.60.10).