ἀπογλύφω
English (LSJ)
A scrape or peel off, Aret.CD1.2, Alciphr.3.60; scrape thin, Heliod. ap.Orib.48.33.3; carve, of sculpture, Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, ἀποξέω, γλύφων ἀφαιρῶ, ἀπολεπίζω, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2, Ἀλκίφρ. 3. 60, - «σαρκάζειν δέ ἐστι κυρίως τὸ τὸν κύνα πεινῶντα τὰ λεπτὰ τῶν σαρκῶν τοῦ ὀστέου ἀπογλύφειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 483. Πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ γλύφω κόκκαλα.
Spanish (DGE)
1 raspar Aret.CD 1.2.4, cf. Heliod. en Orib.48.33.3
•pelar τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια Alciphr.3.24.2.
2 en escultura tallar, Didyma 32.16(11 a.C.).