διαπορθμευτικός
German (Pape)
[Seite 597] ή, όν, zum Ueberfahren gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 transmisor, conductor φωτοδοσίας δ. ἕξις capacidad transmisora de la luminosidad Dion.Ar.CH 13.3, τῶν ἤχων δ. δύναμις Sud.s.u. διηχή, χρῶμα Sophon.in de An.74.13, cf. 10, Procl.in R.2.142.28.
2 adv. -ῶς como transmisor ἐκφαντορικῶς καὶ δ. τοὺς θεοφιλεῖς προσιεμένου admitiendo a los fieles como intérprete y transmisor Dion.Ar.CH 7.7.