ἀναπαύδητος
German (Pape)
[Seite 200] unermüdlich, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαύδητος: -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, ἀκαταπόνητος, Κλήμ. Ἀλ. 492.
Spanish (DGE)
-ον
infatigable, ἀντιμάχησις Clem.Al.Strom.2.20.120.
[Seite 200] unermüdlich, Clem. Al.
ἀναπαύδητος: -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, ἀκαταπόνητος, Κλήμ. Ἀλ. 492.
-ον
infatigable, ἀντιμάχησις Clem.Al.Strom.2.20.120.