ἀρτυσία
English (LSJ)
ἡ,
A art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτῡσία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ ὀψαρτυσία, Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, ἔνθα γράφεται ἀρτηρίαν.
Spanish (DGE)
(ἀρτῡσία) -ας, ἡ condimentación Alex.36.9 (cj.).