πολυάρατος
English (LSJ)
[ᾰρ], Ep. πολῠ-άρητος [ᾱ], ον, (ἀράομαι)
A much-wished-for, much-desired, ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280, cf. 19.404, h.Cer.220: in Att. Prose, τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht.165e. II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.