ἐξαναπληρόω

Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

   A supply, replace, D.51.6:— Pass., be renewed, of the bark of trees, Thphr.HP3.17.1.

German (Pape)

[Seite 868] ergänzen, vollzählig machen; Dem. 51, 6; Theophr. im pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπληρόω: ἀναπληρῶ ἐντελῶς, συμπληρῶ, πῶς εἰσὶ δίκαιοι ταῦτα μὲν ὕστερον ἀναπληροῦν κτλ. Δημ. 1229 ἐν τέλ. ― Παθ., φύομαι ἢ πληροῦμαι ἐκ νέου, κοινῶς «γεμίζω», ἐπὶ φλοιοῦ, περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιόν... ἐξαναπληροῦνται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 1.

Spanish (DGE)

1 tr. completar ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦν D.51.6, cf. Is.Fr.Phot.13, en v. pas. ἐξαναπληροῦται ἐκείνη ἡ χώρτη ἐκ τῆς ἡμῶν χώρτης BGU 2492.17 (II d.C.).
2 intr. en v. med., de la corteza del árbol regenerarse ἐξαναπληροῦται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Thphr.HP 3.17.1.