[ῡ],
A to mix in, ἀναμὶξ πάντα ἐν τοῖς λόγοις Max. Tyr. 28.6 (Pass.).
[Seite 747] hineinmischen, Sp.
εἰσφύρω: ῡ, συμφύρω, ἀναμιγνύω, Μάξ. Τύρ. 28. 6.
mezclar en v. pas. ἀναμὶξ εἰσφύρεται πάντα ἐν τοῖς λόγοις Max.Tyr.22.6.