δικτυαγωγός
English (LSJ)
ὁ,
A drawer of nets, Poll.5.17.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Netzführer, Fischer, Poll. 5, 17.
Greek (Liddell-Scott)
δικτῠᾰγωγός: ὁ, ὁ σύρων δίκτυα, Πολύδ. Ε΄, 17.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ el que tira de la red Poll.5.17.