ἀποκολπόομαι

Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

Pass.,

   A form a bay, Arist.Mu.393a26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκολπόομαι: παθ., σχηματίζω κόλπον, ἐπὶ θάτερα δὲ οὐχ ὁμοίως ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 9.

Spanish (DGE)

formar un golfo del Océano Atlántico ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arist.Mu.393a26.