γυναικόω

Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

   A make effeminate, Ph.2.21 :—Pass., Hp.Epid.6.8.32; παρθένος οὐδέποτε γυναικουμένη Ph.1.683.

German (Pape)

[Seite 511] im pass. γυναικόομαι, zum Weibe, weibisch werden, Hippocr.

Spanish (DGE)

I 1afeminar τὰ σώματα μαλακότητι καὶ θρύψει γυναικοῦντες de los sodomitas, Ph.2.21.
2 en v. med.-pas. recuperar la menstruación ἐδόκει ... ἰητροῖσιν ... μία ἐλπὶς εἶναι τοῦ γυναικωθῆναι de una mujer que había sufrido un proceso de virilismo, Hp.Epid.6.8.32
hacerse mujer παρθένου ... οὐδέποτε γυναικουμένης Ph.1.683.
II part. perf. pas. γεγυναικωμένα n. que recibía un tipo de pastel, Hsch.