ον,
A bringing blood: bloody, υόρος A.Th.419 (lyr.).
αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.
ος, ον :qui apporte du sang.Étymologie: αἷμα, φέρω.
(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.