ἀκατακράτητος
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἀάσχετος, EM1.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, EMα 4
•subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.