ἀκαταπολέμητος
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπολέμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπολεμήσῃ, Ἐπιφ. Ἀγκυρ. τόμ. 2, σ. 20.
Spanish (DGE)
-ον invencible Epiph.Const.Anc.14.
ἀκαταπολέμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπολεμήσῃ, Ἐπιφ. Ἀγκυρ. τόμ. 2, σ. 20.
-ον invencible Epiph.Const.Anc.14.