ἡ, (ἄλη)
A wandering about, AB376, Hsch.
[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.
-ας, ἡviaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλείαv. ἀλείατα.