ἁλμυροφόρος
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυροφόρος: -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.
Spanish (DGE)
-ον
salobre πηγαί Chrys.Hom.in Ps.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.Fic.M.59.590.
ἁλμυροφόρος: -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.
-ον
salobre πηγαί Chrys.Hom.in Ps.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.Fic.M.59.590.