οῦ, ὁ,
A thresher, PLond.1.131r619 (i A.D.).
ἀλοητής: -οῦ, ὁ, ἁλωνιστής, Κύριλλ. Α. Ι. 293Α.
-οῦ, ὁtrillador ἀλοητῇ ἀλοῶντι σὺν Φίβει SB 9699.619 (I d.C.), cf. ἀλοιητήρ.