ἁμαξοπηγός
English (LSJ)
όν,
A cartwright, PLond.ined. 2383A (ii B. C.), Plu.Per.12.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοπηγός: -όν, (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
-όν
constructor de carros, carrero, PLond.2166.5 (III a.C.), οὖτος δὲ ἐτύγχανεν ἐν ἁμαξοπηγοῦ δουλεύων Heraclid.Lemb.36, cf. Plu.Per.12, Poll.7.115.