ἀμετρόφωνος
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετρόφωνος: -ον, = ἀμετροεπής, ὁ ὑπὲρ τὸ μέτρον λάλος, φλύαρος, Ἀστέρ. Οὐρβ. 149Β.
Spanish (DGE)
-ον
de lenguaje inmoderado προφῆται Anon. en Eus.HE 5.16.12.
ἀμετρόφωνος: -ον, = ἀμετροεπής, ὁ ὑπὲρ τὸ μέτρον λάλος, φλύαρος, Ἀστέρ. Οὐρβ. 149Β.
-ον
de lenguaje inmoderado προφῆται Anon. en Eus.HE 5.16.12.