πολύτεχνος
English (LSJ)
ον,
A skilled in many arts, πόλις Aristeas 114; Σιδόνιοι Str.16.2.24; π. ὑποθέσεις ἔργων Plu.Per.12. Adv. -νως, ἔχειν Aristeas 73. II the work of many craftsmen, δημιούργημα D.Chr.78.24.
ον,
A skilled in many arts, πόλις Aristeas 114; Σιδόνιοι Str.16.2.24; π. ὑποθέσεις ἔργων Plu.Per.12. Adv. -νως, ἔχειν Aristeas 73. II the work of many craftsmen, δημιούργημα D.Chr.78.24.