ἀναισίμωμα

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ατος, τό, = Att. δαπάνη,

   A that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.