ἀνακαινόω
English (LSJ)
in Pass.,
A to be renewed, 2 Ep.Cor.4.16, Col.3.10:—in Med., renew, Heliod.in EN221.13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renouveler, restaurer NT.
Étymologie: ἀνά, καινόω.
Spanish (DGE)
1 renovar τὰ πράγματα Origenes Cels.4.20
•en v. pas. Κωνσταντῖνος Χριστοῦ μυστηρίοις ἀναγεννώμενος ἐτελειοῦτο ... ἀνεκαινοῦτό τε Eus.VC 4.62
•tb. en v. med. τὴν δύναμιν Heliod.in EN 221.13.
2 v. med. renovarse ἀλλ' ὁ ἔσω (ἄνθρωπος) ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ 2Ep.Cor.4.16, cf. Ep.Col.3.10.