ἀναμφίαστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίαστος: ἀναμφίεστος, ὃ ἴδε, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. Σ. 58. 8.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -ίεστος Cyr.Al.M.77.864C; adv. -ιέστως Cyr.Al.M.76.989B
1 de pers. desnudo Cyr.Al.M.68.1021A
•fig. simple, sencillo ἀλήθεια Cyr.Al.M.77.864C.
2 adv. -ιέστως sin ropa Cyr.Al.M.76.989B.