ἀναρδής
Spanish (DGE)
-ές
1 seco, sin agua γούνατ' ἀναρδέα σειραίνονται Euph.(?) 193f6v.G.
2 provocado por la sequía λοιμός Orác. en ZPE 1.185.
-ές
1 seco, sin agua γούνατ' ἀναρδέα σειραίνονται Euph.(?) 193f6v.G.
2 provocado por la sequía λοιμός Orác. en ZPE 1.185.