ἀναρθρία
English (LSJ)
ἡ,
A want of vigour, Arist.Pr.894b21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.
ἡ,
A want of vigour, Arist.Pr.894b21.
ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.
-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.