ἀντανάκλαστος

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ον,

   A reciprocal, προσηγορία Priscian.Inst. 11.1.

Spanish (DGE)

-ον
recíproco e.d., conmutable con el adj., del participio οἱ δὲ διαλεκτικοὶ τὰ τοιαῦτα (palabras) καλοῦσιν <ἀντ>ανακλάστους Plu.2.1011d (cj.), ἀντανάκλαστον προσηγορίαν Priscian.Inst.11.1.