ἀντιδέρω: δέρω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ἐκκλ.
resistir Ephr.Syr.1.88A, πέτρα ἐστὶν ἀντιδέρουσα Dor.Ab.Doct.M.88.1677A.