ἀντικελεύω

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

   A bid, command in turn, Th.1.128: Pass., to be bidden to do a thing in turn, ib.139.

German (Pape)

[Seite 253] (s. κελεύω), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικελεύω: κελεύω καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139.

French (Bailly abrégé)

donner un ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, κελεύω.

Spanish (DGE)

exigir a su vez, reclamar τοὺς Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἄγος ἐλαύνειν Th.1.128
v. pas. Λακεδαιμόνιοι ... τοιαῦτα ... ἀντεκελεύσθησαν a los lacedemonios les fueron exigidas tales cosas Th.1.139.