ἀντιπαράθετος

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαράθετος: -ον, ὃν ἀντιπαρέβαλέ τις ἢ δύναται νὰ ἀντιπαραβάλῃ πρός τι, Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ον
1 contiguode las páginas de un códice, Epiph.Const.Mens.M.43.248A
correspondiente, comparable ὁ πατὴρ πατὴρ καὶ οὐκ ἔχει ἀντιπαράθετον Epiph.Const.Anc.8, 49.
2 opuesto βεβιασμένος δὲ ὁρῶ ἀντιπαράθετα τὰ λεγόμενα Epiph.Const.Anc.43.