ἄντοικος

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ον,

   A living on the same side of the equator, but under the opposite meridian, Gem.16.1, Cleom.1.2.

German (Pape)

[Seite 264] gegenüberwohnend, Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν τῷ αὐτῷ γεωγραφικῷ πλάτει τοῦ ἀντιθέτου ἡμισφαιρίου, τοῖς ὑπὸ τὸν χειμερινὸν τροπικὸν ἀντοίκοις, Πλούτ. 2. 898Β· τοὺς ἀντίποδας καὶ ἀντοίκους Νικηφ. Γρηγ. Ἱστ. Βυζ. 1., σ. 6C· πρβλ. περίοικος ΙΙΙ.

Spanish (DGE)

-ον
que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios, anteco ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.Intr.Arat.30, Macr.Comm.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.Intr.Arat.31.