ἀνυποταγή
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποταγή: ἡ, ἀνυποταξία, Ἐφρ. Σύρ. τ. 1, σ. 12.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
desobediencia, insubordinación Ephr.Syr.1.72B, 86B, 2.115E.
ἀνυποταγή: ἡ, ἀνυποταξία, Ἐφρ. Σύρ. τ. 1, σ. 12.
-ῆς, ἡ
desobediencia, insubordinación Ephr.Syr.1.72B, 86B, 2.115E.