ἀπημφιεσμένως
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημφιεσμένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπαμφιέννυμι, ἀπροκαλύπτως, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 607C.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre part. perf. pas. de ἀπαμφιάζω q.u. sin disfraz, abiertamente γυμνῶς τε καὶ ἀ. ... διδάσκειν Cyr.Al.M.69.1036A, ἀ. νομοθετεῖν Cyr.Al.M.68.333C.