ἀπάρτημα: -ατος, τό, τὸ ἀπηρτημένον ὡς κόσμημα, τοῖς τῶν κοσύμβων ἀπαρτήμασιν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1 σ. 182Β.
-ματος, τόcolgante, abalorio ἀπηρτημένα σφαιροειδῆ ἀ. Gr.Nyss.V.Mos.100.10.