ἀποκαπνισμός
English (LSJ)
ὁ,
A fumigation (v.l.for ὑπο-), Dsc.3.112.
German (Pape)
[Seite 305] ὁ, Einräucherung, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαπνισμός: ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, κάπνισμα (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fumigación Dsc.3.112 (var.).