ἀπλαστία
English (LSJ)
ἡ,
A sincerity, Pl.Def.412e.
German (Pape)
[Seite 292] ἡ, Aufrichtigkeit, Plat. Def. 412 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλαστία: εἰλικρίνεια, Πλάτ. ὅροι 412E, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 90.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sinceridad χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας Pl.Def.412e.