ατος, τό,
A that which is spat out, AB223; v.l. in Arist. Mir.841a16.
[Seite 321] τό, das Ausgespuckte, Hesych.
ἀπόπτυσμα: τό, τὸ ἀποπτυόμενον, Α. Β. 223.
-ματος, τό esputo, AB 223.