ἀνείργω
English (LSJ)
A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις). II force back, D.H.3.32.