ἀπόσχημα

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A figure, copy, τινός Sch.Stob.p.463 Heeren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσχημα: τό, ὁμοίωμα, ἀπεικόνισμα, τινὸς Σχόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 463.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
representación, figuración τῶν ἡμερινῶν πράξεων dicho de los sueños, Sch.Stob.p.463.