ἀνέκκλητος
English (LSJ)
ον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104. 2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).
ον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104. 2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).