ἀσύμμικτος
English (LSJ)
ον,
A incapable of blending, στοιχεῖα D.H.Comp.22.
German (Pape)
[Seite 380] unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμμικτος: -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede mezclar ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.Comp.22.14.