ἀσυγγνωμόνητος
English (LSJ)
ον, = sq., Phint. ap. Stob.4.23.61a, Sch.A.Pr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγγνωμόνητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίτνυς παρὰ Στοβ. 74.61.
Spanish (DGE)
-ον
que no perdona ἐπὶ γὰρ ταύτᾳ τᾷ ἀδικίᾳ ... τὸ δαιμόνιον ἀ. γίνεται Phint.153, cf. Sch.A.Pr.34D.