ἀτρύγητος

Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

ον, = foreg., Arist.Pr.925b15;

   A ἀ. γενήματα PGnom.233 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).