ἀφροδισιακός
German (Pape)
[Seite 415] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; λίθος, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροδῑσιακός: -ή, -όν, εἰς τὰ ἀφροδίσια, τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ἀνήκων, τέρψεις Διόδ. 2. 23.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ
•neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ PMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν POxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.