ἀχάλαστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάλαστος: -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.
Spanish (DGE)
-ον
que no se atrasa ἡ τοῦ χρόνου κίνησις Procl.in Ti.3.30.12.
ἀχάλαστος: -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.
-ον
que no se atrasa ἡ τοῦ χρόνου κίνησις Procl.in Ti.3.30.12.