ὁ,
A handicraftsman, Poll.7.6.
[Seite 431] ὁ, Handwerker, Poll. 7, 6.
βαναυσουργός: -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.
-οῦ, ὁartesano, obrero Iust.Phil.Apol.55.3, Poll.7.6.