βαρυολκός
English (LSJ)
A = βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.
Spanish (DGE)
v. βαρυουλκόν.
A = βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.
βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.
v. βαρυουλκόν.