βερβέριον
English (LSJ)
τό,
A shabby garment, Anacr.21.3.
German (Pape)
[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.
Spanish (DGE)
-ου, τό traje raído Anacr.82.1.